- περιχάρεια
- και εσφ. γρφ. περιχαρία, ἡ, ΜΑ [περιχαρής]μεγάλη χαρά, το να είναι κανείς γεμάτος χαρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιχαρείᾳ — περιχαρείᾱͅ , περιχάρεια excessive joy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχάρεια — excessive joy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχαρείας — περιχαρείᾱς , περιχάρεια excessive joy fem acc pl περιχαρείᾱς , περιχάρεια excessive joy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχάρειαι — περιχάρεια excessive joy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχάρειαν — περιχάρεια excessive joy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχαρία — ἡ, ΜΑ (εσφ. γρφ.) βλ. περιχάρεια … Dictionary of Greek